ἐπιρρηματική

ἐπιρρηματική
ἐπιρρηματικός
adverbial
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρρηματικῇ — ἐπιρρηματικός adverbial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέ-ρετούρ — επιρρηματική έκφραση που δηλώνει συγχρόνως μετάβαση και επιστροφή. (Λέγεται ιδίως για τα εισιτήρια με επιστροφή και για διακόπτες ηλεκτρικού ρεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. aller (et) retour «μετάβαση (και) επιστροφή»] …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • -θε — (AM θε και θεν) κατάληξη τοπικών επιρρ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση («δώθε», «κείθε», «πάροιθε», «άνωθεν») αρχ. κατάληξη τής γενικής ή αφαιρετικής εν. ουσ. ή επιθ. ή αντωνυμιών που δηλώνει την από τόπου κίνηση, την προέλευση ή την καταγωγή… …   Dictionary of Greek

  • -θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… …   Dictionary of Greek

  • άλις — Μυθολογικό πρόσωπο. Δούλη της Κίρκης, έμπειρη στη μαγεία. Εγκατέλειψε την κυρία της και κατέφυγε σε έναν πύργο της Τυρρηνίας Αλός. Κατά μία εκδοχή την επισκέφθηκε εκεί, γέρος πια, ο Οδυσσέας. Η Α. τον μεταμόρφωσε τότε σε άλογο και με τη μορφή… …   Dictionary of Greek

  • άλλην — ἄλλην επίρρ. (Α) 1. (για τόπο) σε άλλο μέρος, αλλού 2. (για χρόνο) πάλι, ξανά 3. φρ. «ἄλλην καὶ ἄλλην», α) (τοπικά) σε άλλο και σε άλλο μέρος, εδώ κι εκεί β) (χρονικά) πάλι και πάλι, κατ’ επανάληψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτιατική θηλυκού τής λέξης ἄλλος με… …   Dictionary of Greek

  • άλλο — επίρρ. βλ. άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουδέτερο τού άλλος με επιρρηματική χρήση) …   Dictionary of Greek

  • άλλοθι — Το πραγματικό γεγονός σύμφωνα με το οποίο ο κατηγορούμενος, στον χρόνο της διάπραξης του αδικήματος, βρισκόταν σε άλλο τόπο και όχι σε εκείνον στον οποίο είχε αυτό γίνει. Έτσι, το ά. αποτελεί σοβαρό αποδεικτικό μέσο για την αθωότητα του… …   Dictionary of Greek

  • άντην — ἄντην επίρρ. (Α) 1. απέναντι, αντίκρυ, ενώπιον 2.κατά πρόσωπο, εκ του πλησίον 3.κατά μέτωπο, κατευθείαν 4. φανερά, απροκάλυπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρηματική αιτ. από θ. αντ , πιθ. αναλογικά προς τα δην, πλην κ.τ.ό.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”